Σε πρόσφατη επίσκεψη στο Νοσοκομείο Παίδων με την κόρη μου, διαπίστωσα
με έκπληξη ότι το τάμπλετ είναι η νέα κουδουνίστρα. Αντίκρισα
την εξής εικόνα: Γονείς μιλούσαν ή σέρφαραν στο κινητό τους, και τα παιδιά τους, βρεφικής και παιδικής ηλικίας, ήταν απορροφημένα
στις ροζουλί ή γαλάζιες ταμπλέτες τους.Πέπα το γουρουνάκι και Μάγια η μέλισσα ήταν τα 2 μπεστ σέλερ στην πτέρυγα του 6ου ορόφου.
Τα σύγχρονα παιδιά
είναι εκτεθειμένα σε πολλές ώρες τηλεθέασης. Είτε γιατί οι γονείς είναι
απασχολημένοι, είτε γιατί είναι κουρασμένοι, οι ψηφιακές οθόνες έχουν μπει, ως μέσο ψυχαγωγίας, απασχόλησης και
διαπαιδαγώγησης, για τα καλά στα σπίτια.Κατανοητό, καθώς θα
ήταν υποκρισία να θάψουμε το κεφάλι στην άμμο, για ένα υπαρκτό και διογκούμενο φαινόμενο, την
εισβολή και κατάχρηση της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινή μας ζωή, που
αφορά φυσικά και ενηλίκους.
Όλα αντιληπτά μέχρι εδώ. Αυτό που ωστόσο δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας, είναι η έκθεση των παιδιών στον ψηφιακό κόσμο ή
στα ΜΜΕ δίχως επίβλεψη και καθοδήγηση.
Τι συνέπεια έχει να βλέπει το παιδί τηλεόραση
χωρίς τη δική μας παρέμβαση/βοήθεια;
Τα παιδιά μαθαίνουν από την
τηλεόραση τη ζωή. Δεν έχουν την
εγκεφαλική ωριμότητα να διαφοροποιήσουν την πραγματικότητα από ένα σώου που
έχει προορισμό να διασκεδάσει-να χειραγωγήσει-να δημιουργήσει καταναλωτικό
κοινό, με τελικό σκοπό την χειραγώγηση συνειδήσεων, την υψηλή τηλεθέαση και το
κέρδος.
Παιδιά που εκτίθενται σε ΜΜΕ χωρίς ενεργητική επίβλεψη κάποιου ενηλίκου, διαμορφώνουν φτωχές
δεξιότητες επικοινωνίας , διαστρεβλωμένη εικόνα εαυτού/σώματος, και άβουλη
παθητική στάση αποδοχής αυτών που βλέπουν
Θα αφήναμε το παιδί στο
πάρκο χωρίς επιτήρηση;
Θα αφήναμε το παιδί να μιλάει με έναν άγνωστο; Όχι.
Ωστόσο δεν διστάζουμε να αφήσουμε το παιδί να
εκτεθεί σε ερεθίσματα που δεν μπορεί να κατανοήσει και να εξηγήσει, τουλάχιστον
με τον τρόπο που θα έπρεπε, κατάλληλο για την ηλικία και την νοημοσύνη του, και με
τρόπο που θα το ωφελήσει. Η συζήτηση με τους
γονείς γύρω από τα ΜΜΕ και τα θεάματα που αυτά προβάλλουν, τις διαφημίσεις και τις
ταινίες:
Οξύνει
την αντίληψη
Την κριτική
ικανότητα
Παροτρύνει
το παιδί να εκφράζει γνώμη
Το
ενθαρρύνει να είναι επιλεκτικό
Φέρνει
πιο κοντά γονείς και παιδί
Δημιουργεί
συνήθειες υπεύθυνης τηλεθέασης και όχι παθητικής αποδοχής μαζικών ερεθισμάτων
Η ενώπιος ενωπίω αλληλεπίδραση με τους γονείς, η εκμάθηση της επίδρασης ή της διαχείρισης του φυσικού κόσμου και τα δημιουργικά παιχνίδια είναι ευνοϊκοί παράγοντες για την ανάπτυξη της αντίληψης. Τα ΜΜΕ μπορεί να αποτελέσουν
αφορμή για ένα γόνιμο διάλογο, για παραγωγική ιδεών και κριτική σκέψη. Θέτοντας ερωτήσεις οι
γονείς, ζητώντας τη γνώμη των παιδιών-αν πχ τους άρεσε αυτό που παρακολούθησαν, τι
τους άρεσε ιδιαίτερα,κ.α τα εισάγουν στο διάλογο , βάζουν τα
παιδιά τους σε διαδικασία σκέψης, αφού δεν τους δίνουν έτοιμες απαντήσεις ούτε
προκαθορισμένες λύσεις. Οι ερωτήσεις
ενεργοποιούν την κριτική σκέψη των παιδιών, επιστρατεύουν τη φαντασία τους και
την ευρηματικότητα τους, αναπτύσσουν ικανότητες εξεύρεσης και παραγωγής λύσεων, και μαθαίνουν να μην είναι παθητικοί δέκτες μηνυμάτων αλλά ενεργοί και
σκεπτόμενοι τηλεθεατές.
Για να τα βοηθήσετε τα να
ξεχωρίσουν το πραγματικό από το φανταστικό, το εφικτό από το ανέφικτο, να αναπτύξουν κριτική διάθεση απέναντι στις
διαφημίσεις, θέστε τους ερωτήσεις όπως:
Γιατί πιστεύεις ότι
χρησιμοποιούν αυτή τη μουσική/χρώματα/μοντέλα? Τι θα γινόταν αν εγώ
οδηγούσα όπως αυτός στην πραγματική ζωή; Γιατί έχει αυτή τη μουσική την ώρα που
η πρωταγωνίστρια φαίνεται σκεπτική; κτλ.
Συνοπτικά:
Προστατέψτε
τα παιδιά από την έκθεση στη βία
Απομακρύνετε
συσκευές από υπνοδωμάτια-κουζίνα
Προσπαθήστε
να βλέπετε μαζί dvd-τηλεόραση-ταμπλετ και να
παίζετε μαζί ηλεκτρονικά παιχνίδια
Μην
αφήνετε την τηλεόραση ως «χαλί»
Μετά
την τηλεθέαση συζητείστε μαζί τι είδατε
Συζητείστε
με τα παιδιά σας τις ανησυχίες σας σχετικά με τα ΜΜΕ με ειλικρίνεια και
αμεσότητα
Συζητείστε
τις αντιδράσεις τους(θετικές/αρνητικές) για σειρές, ταινίες/διαφημίσεις
Συγκρίνετε
αυτό που είδατε με την πραγματική εμπειρία(Παραδείγματα;)
Από τη στιγμή που η σωματική τιμωρία έχει καταδικαστεί και
δημόσια διαπομπευτεί ως αντιπαιδαγωγική μέθοδος, τα ταιμ-αουτς δεν
λειτουργούν πάντα, και η αποστέρηση του τάμπλετ ή του κινητού αποτελεί το κόκκινο
πανί για τα παιδιά και την οικογενειακή γαλήνη, απογοητευμένοι και ματαιωμένοι
γονείς αντιδρούν με φωνές.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το 90% των γονιών χρησιμοποιούν
τις φωνές ως μέθοδο επικοινωνίας, τιμωρίας, έκφρασης των συναισθημάτων τους, της
απογοήτευσης και ως μέθοδο πειθάρχησης ή οριοθέτησης.
Οι φωνές διαταράσσουν την φυσιολογική ισορροπία
και για τα παιδιά και για τους γονείς. Προκαλούν την έκκριση κορτιζόλης, της ορμόνης
του στρες, στον εγκέφαλο. Μεγάλες
ποσότητες κορτιζόλης προκαλούν την αντίδραση φυγής ή πάλης. Το γνωστικό κέντρο του εγκεφάλου κατεβάζει ρολά, και
παίρνει τα ηνία το συναισθηματικό. Και τα παιδιά είτε θα παγώσουν και θα
ακινητοποιηθούν ή θα αρχίσουν να ανταποδίδουν τις φωνές. Ή στη χειρότερη
περίπτωση θα έχουν ένα ξέσπασμα(tantrum).
Τι συνέπειες έχουν οι φωνές και τα ουρλιαχτά;
Το περιοδικό Child Development αναφέρει ότι:
Έφηβοι 13 ετών στους οποίους ο γονείς συνήθιζαν να φωνάζουν είχαν περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης σε σχέση με συνομηλίκους που δεν ήταν σε τέτοια πειθαρχία
Οι φωνές στα παιδιά έχουν συσχετιστεί από διάφορες έρευνες με επιθετικότητα,ξεσπάσματα θυμού, κατάθλιψη και δυσκολίες συγκέντρωσης στους εφήβους.
Οι γονείς μετά το ξέσπασμα νιώθουν ενοχές. Νιώθουν να έχουν χάσει τον έλεγχο. Το σίγουρο είναι ότι αυτό που ακολουθούμε εκείνη τη στιγμή δεν είναι οι αρχές της οριοθέτησης. Η οριοθέτηση δεν περιλαμβάνει φωνές. Το επίσης σίγουρο είναι, ότι αν συμμορφωθούν τα παιδιά μας ,θα το κάνουν επειδή έχουν φοβηθεί, και όχι επειδή μας σέβονται. Ένα παιδί που μεγαλώνει με φόβο σε μεγαλύτερους , που πιστεύει σε ανώτερους και κατώτερους, δεν είναι ένα παιδί με εμπιστοσύνη στον εαυτό του, και δεν είναι επίσης ένας υποψήφιος πολίτης που θα έχει μεγαλώσει με τα ιδανικά της δημοκρατίας, της ισότητας και της ελευθερίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε αντί να φωνάζουμε
Οι φωνές είναι αναποτελεσματικές ή προσωρινά αποτελεσματικές,
αν φυσικά ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η αρμονική και με σεβασμό επικοινωνία
ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Αντί να φωνάξω από μακριά, πάω κοντά στο
παιδί γονατίζω στο επίπεδο του ώστε να έχω άμεση βλεμματική επαφή-δείχνοντας
του ότι απευθύνομαι αποκλειστικά σε αυτό,ότι το σέβομαι και το υπολογίζω, και του ζητάω αυτό που θέλω ήρεμα και
σταθερά.
Είναι σημαντικό να θυμάμαι ότι όταν ξεφεύγω, είναι αποκλειστικά θέμα δικό μου, αποτυχία αυτοσυγκράτησης, και δεν έχει να κάνει με το πόσο άτακτο είναι το παιδί.
Όταν νιώσω το θυμό να συσσωρεύεται και να πλησιάζει στο 10/10, καλό είναι εκείνη τη στιγμή να αποφύγω οποιαδήποτε διαπροσωπική επικοινωνία, να ηρεμήσω και κατόπιν να διευθετήσω τα θέματα που με απασχολούν, όπως ειπώθηκε παραπάνω: με τετ-α-τετ επικοινωνία με το παιδί μου, με ήρεμη φωνή και με έμφαση στην συμπεριφορά που μας ενόχλησε.
Αν έχουμε καταφύγει σε φωνές, καλό θα ήταν να αναγνωρίσουμε
αυτήν την κατάσταση και να το παραδεχτούμε στα παιδιά μας .Θα αποτελέσουμε έτσι
ένα θετικό μοντέλο συμπεριφοράς, θα δώσουμε το μάθημα ότι όλοι κάνουμε λάθη, ότι
δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, αλλά λανθασμένες και σωστές
συμπεριφορές, και ότι δεν ήρθε το τέλος
του κόσμου αν ξεφύγουμε.
Στην παλαιότερη έκδοση της Χιονάτης, η κακιά βασίλισσα
παίρνει την εκδίκησή της μέσω ενός ζεύγους
υποδημάτων από λιωμένο μέταλλο, τα οποία
πρέπει να τα φορέσει μέχρι που πεθαίνει από τον πόνο. Η
έκδοση των αδερφών Grimm της Σταχτοπούτας,
έχει περιστέρια που ραμφίζουν τα μάτια των θετών αδερφών. Η μικρή γοργόνα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν βγάζει πόδια μόνο αφού πιεί ένα φίλτρο που την βάζει
σε μόνιμο, βασανιστικό πόνο (και ο πρίγκιπας καταλήγει με κάποιαν άλλη έτσι κι
αλλιώς).
Τα σημερινά παραμύθια
της Disney, με άλλα
λόγια, έχουν διανύσει πολύ δρόμο από τις πιο σκοτεινές ρίζες τους - στην πραγματικότητα, όπως η συγγραφέας Alison Flood πρόσφατα ανέφερε στην Guardian, περίπου το ένα τρίτο
των γονέων θα αποφύγει μια ιστορία εντελώς, αν το διάβασμά της αυτό θα σήμαινε έκθεση των παιδιών τους σε ένα
τρομακτικό χαρακτήρα. Σύμφωνοι, η έκθεση βασίστηκε σε μια
όχι-τόσο-επιστημονική πηγή, μια μικρή δημοσκόπηση περίπου 1.000 ενήλικων
στο Ηνωμένο Βασίλειο - αλλά θέτει, ωστόσο, ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Μήπως αυτά
τα παιδιά χάνουν κάτι;
Κάποιοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η απάντηση είναι ναι: Οι
τρομαχτικές ιστορίες, όπως και οι εφιάλτες,
είναι ένα είδος πρόβας τζενεράλε για το
φόβο της πραγματικής ζωής, βοηθώντας τα παιδιά να μάθουν να αντιμετωπίσουν την
συγκίνηση σε ένα περιβάλλον χαμηλών κινδύνου . "Πώς μπορούν να μάθουν να αισθάνονται ασφαλή αν δεν γνωρίζουν τι είναι να φοβάσαι;" Αναρωτήθηκε
η ψυχολόγος Emma Kenny στην συνέντευξη της στην Guardian. «Ο κόσμος μπορεί να είναι ένα
τρομακτικό μέρος - τα παιδιά θα εμπλακούν σε καταστάσεις όπου τους μαλώνουν οι
δάσκαλοι, ή θα τσακωθούν άσχημα με φίλους.
Το να γνωρίζει κάποιος πώς να αντιμετωπίσει το φόβο του, είναι ένα καλό πράγμα. "
Και ο κοινωνιολόγος Margee Kerr, ένας "ειδικός
τρόμου" που μελετά το φόβο, είπε στον Ατλαντικό το 2012 ότι η τρομακτική
εμπειρία μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, όταν πρόκειται για την ανάπτυξη
της εμπιστοσύνης: «Σκεφτείτε την τελευταία φορά που περάσατε μια τρομακτική
δοκιμασία μέσα από μια τρομακτική ταινία, είτε μέσα σε ένα στοιχειωμένο σπίτι.
Μπορείτε να σκεφτήκατε, «ναι! Τα κατάφερα! Και 'αυτό μπορεί να είναι μια σημαντική
ώθηση στην αυτοεκτίμηση."
Η ηλικία δεν είναι επίσης μια αλάνθαστη ένδειξη για το πώς
ένα άτομο αισθάνεται σχετικά με το τρομακτικό υλικό - κάποια παιδιά, όπως
μερικές ενήλικες, μπορεί να απολαύσουν την εμπειρία. Ένας φοβισμένος εγκέφαλος θα παράγει ένα κοκτέιλ
χημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες, και της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης, οι οποίες αποτελούν μέρος της απάντησης "φυγής
ή πάλης". Αλλά επίσης παράγει ντοπαμίνη, η οποία συνδέεται με την συμπεριφορά αναζήτησης
ευχαρίστησης και ανταμοιβής - και ο τρόπος που το μυαλό
μας χειρίζεται τη ντοπαμίνη μπορεί να επηρεάσει το πώς
αισθανόμαστε για τις τρομακτικές ιστορίες.
Όπως εξήγησε στην εφημερίδα Washington Post, η Rachel
Feltman, "μόρια που ονομάζονται αυτό-δέκτες, που κάθονται σε νευρικά κύτταρα μας παρακολουθούν την αφθονία των χημικών ουσιών και δίνουν
εντολές στο σώμα μας, πού να επιβραδύνουν
την παραγωγή τους. Και η έρευνα έχει προτείνει ότι "οι λαοί με λιγότερους αυτοδέκτες ήταν πιο πιθανό να αναζητήσουν συναρπαστικές καταστάσεις, ίσως επειδή ...
παράγουν περισσότερη ντοπαμίνη από μια τρομακτική κατάσταση από ό, τι άλλοι
άνθρωποι . "Αυτός είναι ο λόγος που ταινίες τρόμου και τα στοιχειωμένα σπίτια
μπορεί να είναι τρομακτικά και ευχάριστα ταυτόχρονα - και γιατί οι τρομακτικές
εκδόσεις των γνωστών ιστοριών μπορούν να
έχουν τόσα πολλά να προσφέρουν στα
παιδιά όσο και οι ιστορίες της Disney.
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε είχε κάποτε γράψει:" Όταν θέλω να μάθω πόσο καλός ή πόσο διεφθαρμένος είναι κάποιος, ή τι σκέφτεται σε μια δεδομένη στιγμή, προσπαθώ να μιμηθώ όσο πιο πιστά μπορώ την έκφραση του, και έπειτα περιμένω να δω ποιες σκέψεις ή ποια συναισθήματα εγείρονται στο μυαλό ή στην καρδιά μου, σαν να μπορούσαν να ταιριάξουν ή να συντονιστούν με την έκφραση".
Αυτό που περιέγραφε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το γνωρίζει, ήταν οι καθρεφτικοί νευρώνες και το αποτέλεσμα της λειτουργίας τους, η ενσυναίσθηση. Οι καθρεφτικοί νευρώνες είναι εκείνοι που ενεργοποιούνται όταν είμαστε για παράδειγμα στο σινεμά, και μας κάνουν να συμπάσχουμε με την αγωνία, την ευτυχία ή το φόβο του ήρωα. Βλέποντας το πρόσωπο του πρωταγωνιστή να συσπάται και να παραμορφώνεται από πόνο, ενεργοποιούνται αμέσως οι καθρεφτικοί νευρώνες στο δικό μας πρόσωπο, και αυτή η αντανάκλαση ανασύρει τα αντίστοιχα συναισθήματα και σε μας. Και συμπάσχουμε μέχρι να έρθει η κάθαρση, που θα μας βγάλει από την αίθουσα ανακουφισμένους, σα να έχουμε επιζήσει μιας επικίνδυνης περιπέτειας. Είναι εκείνα τα συναισθήματα που μας πλημμυρίζουν όταν κάποια κατάσταση που βιώνει κάποιος δικός μας άνθρωπος ενώ δεν μας αφορά, επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα, μπαίνουμε στη θέση του και νιώθουμε τη δεινή του θέση. Η ενσυναίσθηση είναι εκείνη η δεξιότητα του συμπάσχειν, του συντονισμού με τα συναισθήματα και την διάθεση των ανθρώπων του περιβάλλοντος μας.
Είμαστε "καλωδιωμένοι" από τη φύση μας, για να επικοινωνούμε. Διαθέτουμε νευρωνικά κυκλώματα που ενεργοποιούνται όταν υπάρξουν τα κατάλληλα ερεθίσματα: Μιμούμαστε τη χαρά ενός χαμογελαστού προσώπου κινώντας τους μυς μας έτσι, ώστε να σχηματιστεί ένα αδιόρατο χαμόγελο. Αυτή η μίμηση έχει βιολογικές συνέπειες καθώς οι εκφράσεις του προσώπου ενεργοποιούν τα συναισθήματα που επιδεικνύουμε. Η επιτυχής επικοινωνία και επομένως οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους, εξαρτώνται από την αντίληψη και την ενσυναίσθηση αφενός,και αφετέρου το είδος της ανταπόκρισης και της διαχείρισης των πληροφοριών που έχει ανακαλύψει ο νευρωνικός μας δορυφόρος.
Είναι χαρακτηριστικό, το γνωστό σε όλους μας ποιηματάκι, που απαγγέλλουμε με διάφορους συναδέλφους, συγγενείς και γείτονες που συναντάμε καθημερινά:
-Καλημέρα, τι κάνεις;
-Μια χαρά, εσύ;
-Δόξα τω θεώ, όλα καλά.
Οι ερωταπαντήσεις αυτού του είδους, έχουν εκπληκτική ταχύτητα και μονότονη φωνή, χωρίς διακυμάνσεις, και πληρούν τους όρους του σαβουάρ βιβρ. Είναι όμως απλά επιτελεστικές: Αλίμονο, αν ο άλλος θεωρήσει ότι πραγματικά νοιάζομαι για το τι συμβαίνει στο σπιτικό του, και αρχίζει να μου λέει τον καημό του, την ώρα που βιάζομαι να πάω στη δουλειά.
Επομένως, εάν ανταποκριθώ στο λεκτικό μήνυμα και όχι στο υποκείμενο συναίσθημα, τυπικά θα έχω επικοινωνήσει. Κανείς δεν θα με ψέξει για ακοινώνητη. Η επικοινωνία θα είναι όμως ημιτελής και επιφανειακή, καθώς θα έχει ενδεχομένως αφήσει άθικτα και ανεπεξέργαστα τα ουσιαστικά , ζωτικά, σοβαρά ζητήματα. Επομένως, η εγγύτητα ή η απόσταση που νιώθουμε στις σχέσεις μας είναι άμεση συνάρτηση:
1.της συμφωνίας ή του χάσματος ανάμεσα στο λεκτικό και μη λεκτικό μήνυμα και
2. του είδους της ανταπόκρισης στα εκατέρωθεν μηνύματα.
"Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός." Αριστοτέλης, Πολιτικά.
Η ενσυναίσθηση περιλαμβάνει την γνώση, ενημερότητα,ή την υποσυνείδητη αντίληψη της ύπαρξης των υπόρρητων, μη λεκτικών μηνυμάτων-που συχνά διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο από τα ίδια τα λεκτικά μηνύματα-και της αντίδρασης σε αυτά.
Ένας πατέρας εκνευρισμένος και συνοφρυωμένος διαρκώς, μια μαμά μονίμως αγχωμένη, ένας συνάδελφος που συνεχώς παραπονείται και γκρινιάζει: Αυτά που εκστομίζονται από τους ανθρώπους αυτούς την ώρα της έντασης, είτε για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις είτε για να την υπερκαλύψουν, ελάχιστη σημασία έχουν, σε σχέση με το κυρίαρχο μήνυμα του επικρατέστερου συναισθήματος που υπάρχει σαν υπέρτιτλος στην δυαδική επικοινωνία:
ΑΓΧΟΣ (για την επιβίωση, για τη δουλειά, για τους λογαριασμούς, κτλ)
ΦΟΒΟΣ (απόρριψης, αρρώστιας, θανάτου κτλ.)
ΑΝΗΣΥΧΙΑ( θα αρέσω; θα τα πάω καλά; θα με πάρει τηλέφωνο; θα καταφέρω να αντεπεξέλθω; κτλ)
ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ(μήπως είπα καμιά βλακεία; μήπως δε με συμπαθεί; μήπως είμαι φορτικός;)
Δεν θα μπορούσαμε φυσικά να αγνοήσουμε τη σημασία για την επικοινωνία και την συναισθηματική ανταπόκριση, της απουσίας των υπόρρητων μηνυμάτων στα κοινωνικά δίκτυα: Εκεί που εκλείπει ο μη λεκτικός παράγων, ο τόνος της φωνής, οι κινήσεις του σώματος κτλ. οι παρεξηγήσεις των λεγομένων είναι συχνότερες, και οι διευκρινήσεις σχεδόν απαραίτητες. Ο κοινωνικός εγκέφαλος είναι εξοικειωμένος με την τετ-α-τετ επικοινωνία,εκεί που εμπλουτίζεται η κοινωνική συνδιαλλαγή με τις ακόλουθες παραμέτρους:
Βλεμματική επαφή
Εκφραστικότητα προσώπου
Τόνος φωνής
Στάση σώματος
Χειρονομίες
Συγχρονισμός
Ένταση
Γιαυτό το λόγο εξ άλλου, προστέθηκαν το emoji, (τα σχέδια που απεικονίζουν προσωπάκια με ποικιλία συναισθηματικών και συμπεριφορικών εκφράσεων ) όχι τόσο ως διακοσμητικό, αλλά ως απαραίτητο συνοδευτικό και επεξηγηματικό στοιχείο,που συνδέει με μεγαλύτερη ακρίβεια το σημαίνον με το σημαινόμενο. Συμπληρωματικό και αντιπροσωπευτικό των εκφράσεων του προσώπου, και δηλωτικό των συναισθημάτων και των προθέσεων μας στον αόρατο συνομιλητή/αναγνώστη μας.
Η γενετική προδιάθεση να κατανοήσουμε το περιβάλλον μας, λένε οι επιστήμονες, ήταν μια από τις αίτίες της ανάπτυξης των καθρεφτικών νευρώνων. Τι μας λέει αυτό; Μας επιβεβαιώνει αφενός την υποψία ότι είμαστε φύσει κοινωνικά όντα, και ότι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και το περιβάλλον όταν συντονιζόμαστε συναισθηματικά με αυτό.
Μια κοινωνία αποκτηνώνεται πολύ περισσότερο από τη συνήθη πρακτική της ποινής παρά από το περιστασιακό φαινόμενο του εγκλήματος.
Όσκαρ Ουάιλντ
Παρατηρώντας τις πρακτικές διαπαιδαγώγησης μέσα στο πλαίσιο των σχολείων και της οικογένειας, διαπιστώνει κανείς ότι το βάρος της διαπαιδαγώγησης είναι άνισα κατανεμημένο. Η πειθαρχία και οι τιμωρίες, διαβιούν παρασιτικά εις βάρος των σχεδόν ανεφάρμοστων παιδαγωγικών-ψυχολογικών πρακτικών, και ερήμην των ανύπαρκτων προγραμμάτων πρόληψης: της διαρκούς εκπόνησης και εφαρμογής σύγχρονων παιδαγωγικών συστημάτων .Της διαρκούς επαγρύπνησης,ανατροφοδότησης και έρευνας. Οι συνήθεις πρακτικές των γονέων και των παιδαγωγών, είναι να τοποθετήσουν στο στόχαστρο τον "δράστη" και να αναλογιστούν πάνω στους τρόπους τιμωρίας και συμμόρφωσης του. Το λάθος εδώ είναι δομικό: Όταν έχεις ένα μηχάνημα που παράγει ελαττωματικά προϊόντα, δεν κοιτάς πως θα επιδιορθώσεις το προϊόν, αλλά το μηχάνημα.
Παρομοίως και με το εκπαιδευτικό σύστημα: Εστιάζει στο "σωφρονισμό"των μαθητών με τα ίδια αναχρονιστικά εργαλεία. Όταν έχεις μεγάλο ποσοστό μαθητών,δυσαρεστημένους, περιθωριοποιημένους, θύματα bullying, με χαμηλό ενδιαφέρον και κίνητρα, με μαθησιακές δυσκολίες, με συσσωρευμένα ψυχολογικά-παιδαγωγικά προβλήματα, μη αποδοτικούς,είναι καιρός να αντιμετωπίσεις κατάματα την πικρή αλήθεια: Ότι η τεχνική που εφαρμόζεται επί του παρόντος στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι το κρεββάτι του Προκρούστη.
Όχι μόνο δεν εκπονούνται εξατομικευμένα προγράμματα (στα σχολεία) και δεν λαμβάνονται υπ όψιν οι ατομικές διαφορές ( εξίσου στο σχολείο και στην οικογένεια), αλλά αυτό που παρακολουθούμε είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας να έρθει το παιδί στα μέτρα ενός στρεβλού, αντιδημοκρατικού, αντί-παιδαγωγικού, αναχρονιστικού συστήματος αντιλήψεων και πρακτικών-που ως τέτοιο, δεν διδάσκει το σεβασμό και την ισότητα, αλλά την άκριτη υποταγή και συμμόρφωση σε διδασκαλικές/γονικές αυθεντίες.
Διαβάζω από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού:
Προϋποθέσεις που παράγουν ή και συντηρούν τη βία στο σχολείο:
Γ. Η χρήση σωµατικής τιµωρίας ή άλλων µεθόδων "ελέγχου" της συµπεριφοράς όπως η
ειρωνία, η ανάρµοστη σύγκριση, η υποτίµηση, ο εξευτελισµός, η αποµόνωση, δεν είναι
παρά τα "εργαλεία" του κλίµατος αυτού σ' ένα σχολείο γενεσιουργό βίας .
Είναι αναντίρρητο ότι χρειάζεται αλλαγή και βελτίωση του υπάρχοντος μη-λειτουργικού συστήματος. Ας ρίξουμε μια ματιά στον κύριο μηχανισμό με τον οποίο λειτουργεί ανελλιπώς το εκπαιδευτικό σύστημα εδώ και δεκάδες χρόνια,συντηρώντας και αναπαράγωντας την ψυχολογική βία. Την τιμωρία και την πειθαρχία.
Ο ρόλος της τιμωρίας είθισται να θεωρείται ότι είναι να αποτρέψει το παιδί από το να επιδοθεί σε απαγορευμένη / ανάρμοστη/ ανεπίτρεπτη/ επικίνδυνη συμπεριφορά στο μέλλον. Είναι όμως λειτουργικός; Είναι παιδαγωγικός; Βοηθάει το παιδί να μάθει νέες δεξιότητες διαχείρισης του εαυτού του και του κοινωνικού του περιβάλλοντος, και νέους, ασφαλείς τρόπους συμπεριφοράς;
Όχι,όχι και όχι.
Μέχρι σήμερα η τιμωρία θεωρείται αποδεκτός και δόκιμος όρος. Ας αναλογιστούμε όμως τον αντίκτυπο που έχει ακόμα και το άκουσμα της λέξης στον αποδέκτη και την ψυχολογική του συνέπεια:
"ΘΑ ΜΠΕΙΣ ΤΙΜΩΡΙΑ ΓΙΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ"
Το παιδί κατανοεί ότι έχει κάνει κάτι κακό ή ότι είναι και το ίδιο κακό και επομένως η τιμωρία εκλαμβάνεται ως εκδικητικότητα, ένα γονικό "οφθαλμός αντί οφθαλμού", μια έμμεση υποδήλωση ότι πρέπει να υποστεί κάποιο πόνο ή δυσφορία για την παραβατικότητά του.
Η λέξη πειθαρχία ανακαλεί μνήμες και νοητικές αναπαραστάσεις στρατιωτικών σχηματισμών. Το περιεχόμενο της συνειρμικά συνδέεται με συμμόρφωση και υπακοή, αξίες και οργάνωση με ανώτερους και κατώτερους. Μια ορολογία που δεν συνάδει και τόσο με την Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου του 1989. Η οριοθέτηση, από την άλλη, που χρησιμοποιεί συνέπειες, φυσικές και λογικές, διδάσκει και παραδειγματίζει, εισάγει το παιδί στον κόσμο και στη λογική των ενηλίκων, με ολοκληρωτικά διαφορετικό τρόπο και ψυχολογικό αντίκτυπο για το παιδί, την αυτοεκτίμηση και αυτοαντίληψη του.
Ένα παιδί που τιμωρείται, συνήθως ακούει την λεκτική συνοδεία «ντροπή σου!». Η τιμωρία ακολουθείται με αρνητικά συναισθήματα περισσότερο για τον εαυτό και λιγότερο για την πράξη. Τι συνέπεια ενδέχεται να έχει αυτό; Όταν η προσωπικότητα του προσβάλλεται και η συμπεριφορά του τιμωρείται, το παιδί μπορεί να αντιδράσει βίαια, να ανταποδώσει ή να εχθρεύεται το πρόσωπο που θα το τιμωρήσει. Το παιδί θα μάθει πιθανόν, να είναι πιο ευέλικτο ώστε να μην πιαστεί στα πράσα την επομένη φορά. Δηλαδή και η συμπεριφορά δεν εξαλείφεται, και το παιδί μαθαίνει να λέει ψέματα και να κρύβεται.
Τι σημαίνει πρακτικά η φυσική συνέπεια; Όταν το παιδί, για παράδειγμα, σπάσει το ποδήλατο που του πήραμε, η φυσική συνέπεια είναι ότι δεν θα έχει ποδήλατο για ολόκληρο το καλοκαίρι. Το παιδί με αυτό τον τρόπο βιώνει τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων του, μαθαίνει να είναι πιο υπεύθυνο, διατηρώντας ταυτόχρονα την αίσθηση της αξιοπρέπειας του, δίχως καταιγισμό προσβολών και τεχνητών/αφύσικων τιμωριών.
Κάθε κάθε αντί-συμβατική πράξη του παιδιού είναι και μια δήλωση
Όταν το παιδί συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, με γκρίνια και νεύρα, κλάμα ή θυμό, πάντα συμβαίνει κάτι στο παιδί. Σημαίνει ότι κάποια ανάγκη του παιδιού μένει ακάλυπτη, ότι χρειάζεται την προσοχή και την φροντίδα των γονέων, ότι έχει θυμώσει, ότι νιώθει αδικημένο,παραμελημένο,ότι δεν το καταλαβαίνουν.
Όταν τιμωρούμε, φωνάζουμε και κακοποιούμε λεκτικά τα παιδιά, τα παιδιά παίρνουν μόνο ένα μάθημα: Ότι υπερισχύει ο πιο δυνατός και μαθαίνουν συνεπώς να είναι επιθετικά.
Επομένως, η χρήση των όρων τιμωρία-πειθαρχία, αφορά τη χρήση δύναμης-εξουσίας, ανήκει σε άλλες εποχές, είναι αναποτελεσματική και αντιστρατεύεται την πορεία προς τη χειραφέτηση του παιδιού μας.
Αν θέλουμε να μειώσουμε τις αρνητικές συμπεριφορές του παιδιού μας, παράλληλα με την διδαχή/εφαρμογή συνεπειών, χρησιμοποιούμε κυρίως τη θετική ενίσχυση. Δηλαδή: Αντί να είμαστε σε ετοιμότητα και εγρήγορση για σκανδαλιές-παραπτώματα, παρακολουθούμε και βάζουμε στο στόχαστρο τις θετικές συμπεριφορές του παιδιού και τις ενισχύουμε/επιβραβεύουμε. Αποφεύγουμε να εστιάζουμε στα αρνητικά του παιδιού, καθώς αυτό αποτελεί πηγή ντροπιάσματος,συγκρούσεων, καταφέρει πλήγματα στην αυτοεκτίμηση του παιδιού και είναι λιγότερο αποτελεσματικό από την επιβράβευση, την δημιουργία κινήτρων και την ενθάρρυνση των συμπεριφορών-στόχων.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας, είναι να τους συμπεριφερόμαστε έτσι όπως θέλουμε να συμπεριφέρονται στους άλλους: δίχως εκδικητικότητα και αντίποινα, αλλά με σεβασμό και ενσυναίσθηση
«To ιδιωτικό βασανιστήριο της συνείδησης δεν διαθέτει μαστίγια και φάλαγγες ,τα λόγια αρκούν. Η κόλαση του Εγώ, είναι ένας κόσμος δηλητηριασμένος από λόγια μεγεθυμένα σε ύψος μεταφυσικών σκιάχτρων, στραγγαλιστικές φράσεις που τρέπουν σε φυγή τον κατσικοπόδαρο ακροατή τους. Τα λόγια γενικά κρύβουν τόση δύναμη μέσα στη συνείδηση, ώστε ο βασανιστής με τα γνωστά του ταλέντα να ωχριά και να γελοιοποιείται. Γενικά ο αυτοβασανισμός υπερτερεί απείρως απέναντι σε κάθε ετερο-βασανισμό».
Κωστής Παπαγιώργης
Η αυτό-συνείδηση για την οποία μας μιλάει ο Παπαγιώργης, χτίζεται λιθαράκι-λιθαράκι στην παιδική ηλικία. Τα λόγια που ακούσαμε, οι έπαινοι που εισπράξαμε, τα ντροπιάσματα, οι φωνές, οι τιμωρίες, η επιβράβευση και η λεκτική επίπληξη, συσσωρεύονται και φτιάχνουν το ισοζύγιο της αυτοεκτίμησης. Αν τα μεν υπερτερούν των δε, η αυτοεκτίμηση θα διαμορφωθεί ανάλογα, θετικά ή αρνητικά.
Ο Αυστριακός ψυχίατρος Άλφρεντ Άντλερ τόνισε το σπουδαίο ρόλο στο σχηματισμό των νευρώσεων του αισθήματος κατωτερότητας. Tο αίσθημα της κατωτερότητας, της μειονεξίας, της ασημαντότητας, σμιλεύεται πρωταρχικά και σχεδόν αποκλειστικά από τους «σημαντικούς άλλους» των πρώτων παιδικών μας χρόνων, αυτών που αποτέλεσαν τους κηδεμόνες μας: γονείς, παππούδες, θείους κ.α, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, το "αφήγημα" με το οποίο θα πορευτούμε προς την ενήλικη ζωή.
-Είμαι τεμπέλης, είμαι αχάριστος
-Ποτέ δεν καταφέρνω να ολοκληρώσω κάτι που ξεκινάω
-Είμαι άχρηστη
-Δεν θα καταφέρω ποτέ να περάσω στο Πανεπιστήμιο
-Είμαι ξεροκέφαλος/πάντα κάνω του κεφαλιού μου
-Θα πω καμία βλακεία
-Είμαι ατάλαντος
-Είμαι άχαρη, οι γυναίκες/άντρες συνήθως με απορρίπτουν
-Οι άντρες/γυναίκες θέλουν μόνο ένα πράγμα από μένα
-Έτσι είμαι εγώ, επιπόλαιος σαν τον πατέρα μου
Τα λόγια που όλοι ακούσαμε από τους δικούς μας, και ενσωματώσαμε στο προσωπικό μας αφήγημα, σχηματίζουν το είδωλο που προβάλλουμε στον καθρέφτη της αυτοεκτίμησης. Είναι οι σπόροι που καθορίζουν αν το δέντρο του εαυτού του μικρού παιδιού που θα βλαστήσει και θα αναπτυχθεί, θα είναι γερό με χοντρές ρίζες και κορμό ή ασθενικό και ετοιμόρροπο.
Τα λόγια που εκστομίζουν οι γονείς, οι κουβέντες που βάζουν αρνητική ετικέτα στο παιδί, όχι μόνο δεν το βοηθάνε να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, όχι μόνο αντιστρατεύονται την βελτίωση και τη υγιή συναισθηματική ανάπτυξη, καθώς ευνουχίζουν την αίσθηση αξίας του παιδιού, αλλά του δημιουργούν ενοχικά συναισθήματα και ντροπή για τον εαυτό, για αυτό που ΕΙΝΑΙ και όχι γιαυτό που κάνει.
Όταν θα πω στο παιδί που θα σπάσει ένα βάζο: είσαι βλάκας/απρόσεκτος, το παιδί εστιάζει στο ΕΙΣΑΙ, θεωρεί ότι κάτι δομικά πάει λάθος με εκείνο, με την αξία του, με την ουσία της προσωπικότητας του, και όχι στη συμπεριφορά. Το να βάλουμε την ετικέτα "βλάκας" στο παιδί, δείχνει πιο πολλά για μας και τίποτα για το παιδί: ότι εμείς έχουμε χάσει την ψυχραιμία μας, ότι λειτουργούμε με 2 μέτρα και σταθμά, διότι σπανίως είμαστε το ίδιο σκληροί με τον εαυτό μας όταν θα κάνουμε ζημιά, και ότι δεν γνωρίζουμε πολλά για τη συναισθηματική νοημοσύνη,την λειτουργική οριοθέτηση και την ενσυναίσθηση.
Οι επικρίσεις των γονέων όμως, είναι επιπλέον από επιζήμιες και άχρηστες, γιατί δεν διδάσκουν διαχείριση συναισθημάτων, ούτε κοινωνικές δεξιότητες αλλά τονίζουν τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματα του παιδιού, και αποτελούν τον πιο σίγουρο δρόμο για τη δημιουργία χαμηλής αυτοεκτίμησης. Τα σκληρά τους λόγια οι γονείς, εκ των υστέρων τα καλλωπίζουν. Τα βαφτίζουν μέσα στην κολυμβήθρα της αυτό-συγχώρησης και εξιλέωσης, με διάφορα ελκυστικά ονόματα-δικαιολογίες:
«Το λέω για το καλό σου, το λέω για να βελτιωθείς, το λέω για να δραστηριοποιηθείς, το λέω γιατί σ αγαπώ».
Οι συνέπειες είναι τραγικές: Το παιδί ταυτίζει την αγάπη με την υποτίμηση, παίρνει το μήνυμα ότι αγάπη σημαίνει ψυχολογική βία, εξευτελισμός, παραβίαση ορίων και φυσικά ότι η αγάπη είναι μια εξαιρετική συνθήκη που ο σεβασμός είναι προαιρετικός ή τον επιδεικνύουμε μόνο προς τους ξένους.
Το πώς η διαδικασία του
- να σε χαρακτηρίζουν συστηματικά « άχρηστο, αχάριστο, τεμπέλη, παιδί που έχει δυνατότητες και δεν τις αξιοποιεί»
- να σου υπενθυμίζουν διαρκώς πόσο καλύτερη μαθήτρια /πιο έξυπνη /φιλική / φιλότιμη είναι η κόρη της γειτόνισσας /θείας /κουμπάρας (και να το θεωρούν αυτό επιπλέον κίνητρο για βελτίωση)
-το πως ένα συνονθύλευμα από αυτοσχεδιασμούς, παραδοσιακές και πατροπαράδοτες αρνητικές αξιολογήσεις και ετικέτες αποτελεί θετικό τρόπο διαπαιδαγώγησης, είναι ένα διαρκές μυστήριο για την επιστήμη. Οι καλές προθέσεις δεν επαρκούν για να διαπαιδαγωγήσεις έναν παιδί, και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν λόγο αμνήστευσης των γονιών από τις ευθύνες τους. Η ιστορία βρίθει εγκλημάτων που ξεκίνησαν από καλές προθέσεις.
Δεν αποτελούν όμως τα λόγια το μοναδικό γλύπτη του ψυχισμού του ανθρώπου, που πορεύεται προς την χειραφέτηση και την ελευθερία από τα δεσμά της διαρκούς αρνητισμού και της αρνητικής ετικετοποίησης .
Η ψυχρότητα και η έλλειψη ζεστασιάς και σωματικής επαφής, είναι εύγλωττα σήματα για το παιδί ότι δεν το αγαπούν, ότι το απορρίπτουν. Η βλεμματική επαφή που μεταδίδει σιωπηρά απογοήτευση του γονέα, ισοδυναμεί με άπειρες λέξεις απόρριψης και επίκρισης.
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να γνωστοποιήσω ότι αυτός είναι και ο λόγος που θα αφιερώσω το μεγαλύτερο κομμάτι του blog στη συμβουλευτική γονέων: Η κρισιμότητα της περιόδου αυτής, της παιδικής ηλικίας, για το σχηματισμό υγιούς αυτοεκτίμησης και για την απρόσκοπτη πορεία προς την αυτονομία. Η θετική αυτοεκτίμηση και η λειτουργική διαχείριση των συναισθημάτων είναι μια αλλαγή πορείας από το μονοπάτι των νευρώσεων και η έναρξη του ταξιδιού προς προσωπική ανάπτυξη και την αναζήτηση ατομικού νοήματος .
Διότι, όπως λέει και ο ποιητής «Έχε το νου σου στο παιδί…γιατί αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα..»
Θεωρώ καθήκον και ανάγκη,
μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκώς και πιο εχθρικό για τον άνθρωπο, σε ένα
περιβάλλον που η ενδοσκόπηση χρησιμοποιείται εργαλειακά και μόνο ως όχημα για
την συλλογική ενοχοποίηση των πολιτών, με ψευδεπίγραφο σκοπό και προθέσεις, να
ορθώσω μια φωνή αντίθεσης σε αυτό το επονείδιστο ψεύδος. Αφενός ως πολίτης,νιώθω την οργή να συσσωρεύεται όταν αυτή η
ενορχηστρωμένη συστημική επίθεση στον τσακισμένο από αλλεπάλληλες κρίσεις
άνθρωπο,το έξωθεν επιβεβλημένο αυτομαστίγωμα εμφανίζεται ως μέσο
απελευθέρωσης από ψυχικά και συλλογικά δεινά. Από την άλλη βιώνω μια
εκκωφαντική σιωπή από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, απέναντι σε αυτή την
συντονισμένη και θεσμικά εκπορευόμενη προσπάθεια ψυχικής εξόντωσης των
εξαθλιωμένων πολιτών. Όταν μάλιστα αυτός ο από μηχανής θεός για τα καθεστώτα
και τις κυβερνήσεις,εμφανίζεται με το μανδύα του ενδιαφέροντος για τη
δημόσια ψυχική υγεία, και με επιστημονικοφανή θεωρητική κάλυψη από
συστρατευμένους με αυτά διανοούμενους, η οργή ξεχειλίζει. Και δεν μπορεί να
αφεθεί ένα τέτοιο δημόσιοbullyingστους πολίτες να παρουσιάζεται ψευδώς ως
θεραπεία. Η πολιτεία οφείλει πάντοτε να συμπράττει στην προαγωγή της ψυχικής
υγείας, της ενίσχυσης της αίσθησης της ατομικής επάρκειας, και όχι στην
ενοχοποίηση που ισχυροποιεί τα ψυχικά δεσμά.
Η εμμονική έξωθεν επιβολή σε ένα διαρκές mea culpa, όχι μόνο αντιστρατεύεται
την ψυχική υγεία αλλά οδηγεί μεθοδικά και με μαθηματική ακρίβεια στην ψυχική
εξόντωση και εξουθένωση. Όχι,η αυτοενοχοποίηση και η αυτοεπίκριση δεν είναι το μονοπάτι προς την ελευθερία αλλά το ακριβώς αντίθετο,η αναγκαία συνθήκη του ψυχικού εξανδραποδισμού.
Ο κεντρικός υπαρξιακός
στόχος, σύμφωνα με τον επιζήσαντα του Ολακαυτώματος, Αυστριακό νευρολόγο Βίκτορ
Φράνκλ, είναι η εύρεση προσωπικού νοήματος. Το άλμα από τα δεσμά της
αυτό-υποτίμησης, στην αυτό-εξύψωση. Για να επιτευχθεί απρόσκοπτα η επιδίωξη της
πλήρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, υπάρχει ένα και μοναδικό προαπαιτούμενο: Η
γαλήνη της ψυχής. Η απελευθέρωση από το υπαρξιακό άγχος και την διαρκή
ανασφάλεια, προϋποθέτει την σίγαση του ψυχολογικού θορύβου: των εσωτερικών
φωνών που δυναστεύουν, απαξιώνουν, στοχοποιούν, από-καθηλώνουν, αμαυρώνουν,
ελαχιστοποιούν, χλευάζουν, ειρωνεύονται, επιτίθενται, μειώνουν,
καταστροφολογούν, προμηνύουν, παραπλανούν. Που σμιλεύουν την οδύνη και
αντιπαλεύουν την ικανοποίηση, την ευτυχία, την πλήρωση, την αυτοπραγμάτωση, την
ολοκλήρωση, την αυτό-επιβράβευση, την ικανότητα, τη σχεσιακή λειτουργικότητα.
Που εχθρεύονται την ισορροπία και αντιμάχονται την αρμονία. Που μεγεθύνουν το
παθολογικό παρελθόν, δημιουργούν φόβο και εξάρτηση, με στόχο τη συμμόρφωση και
την υποταγή. Που μισούν την τόλμη, το θάρρος, την πρωτοβουλία. Που πολεμούν την
ατομική χειραφέτηση και καλλιεργούν τη συλλογική υποταγή σε "ειδικούς"και"άριστους".
Που συρρικνώνουν
διαχρονικά το Εγώ μέσα από διαδικασίες επιβολής αξιωμάτων και αυθεντιών. Μέσα
από αντιπαιδαγωγικές πρακτικές ντροπιάσματος και δημιουργίας ενοχών. Που
ενθρονίζονται αυταρχικά στη συνείδηση, σαν ασπασμός της μιας και μοναδικής
αλήθειας, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από μία τεχνητή, α-φύσικη σύνθεση των
εκάστοτε κοινωνικών και ηθικών επιταγών και της ακόρεστης ανάγκης και πάλης για
αποδοχή και ανθρώπινη σύνδεση.
Η πιο όμορφη γαλήνη: όχι η
αναίτια, αυτόματη, αυθύπαρκτη, ακοπίαστη γαλήνη, αλλά εκείνη που κατατροπώνει
τις εσωτερικές φωνές και έρχεται ως στεφάνι στην απελεύθερη κάρα.
Και καθώς οι νευρώσεις, η
αίσθηση κατωτερότητας και οι αυτό-υποτιμητικές φωνές δεν είναι αυθύπαρκτες,
ούτε μας προικοδοτούνται άμα τη γεννήσει μας, αλλά σμιλεύονται μεθοδικά από την
οικογένεια, τους θεσμούς, και τον πολιτισμό, είναι ανάγκη και καθήκον, σεβασμός
στη φύση, την κοινωνία και πρωταρχικά στον εαυτό μας ,η εξεύρεση και η απαλλαγή
από το περιττό φορτίο του υποσυνείδητου και συνειδητού αυτό-σαμποταζ.
Διαπερνώντας το αδιάφανο κατώφλι της οικογένειας, αντικρίζουμε έναν ανεπιθύμητο και μουσαφίρη: την ενδο-οικογενειακή ψυχολογική βία. Τι σημαίνει,τι επιπτώσεις έχει,και ποιες συμπεριφορές συνιστούν την αθέατη ψυχική βία; Ποια η σχέση ανάμεσα στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και την ψυχική κακοποίηση στα πρώτα παιδικά χρόνια; Ας αποπειραθούμε -σε ένα πρώτο, επιγραμματικό επίπεδο-να την ψηλαφίσουμε εννοιολογικά, και κατόπιν να ξεδιαλύνουμε την ασαφή εικόνα που υπάρχει και να δώσουμε ορισμένες απαντήσεις σχετικά με το ρόλο και την συνεισφορά των γονιών στο φαινόμενο αυτό.
Όλοι μας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, έχουμε ακούσει, διαβάσει και μυηθεί στην σύγχρονη κουλτούρα της καταδίκης της σωματικής τιμωρίας στα παιδιά, της μη-βίαιας διαπαιδαγώγησης.
Είναι αποθαρρυντικά λίγοι ωστόσο, αυτοί που γνωρίζουν :
-ότι υπάρχει ψυχολογική βία ,και ασκείται συχνά από τους γονείς στα παιδιά
-Ποιες συμπεριφορές συνιστούν ψυχική βία
-Ότι σωματική και ψυχολογική βία έχουν εξίσου σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις στην ψυχοσωματική υγεία του παιδιού και του κατοπινού ενηλίκου
Διαβάζω από την ιστοσελίδα της Αμερικανικής Ψυχολογικής Ένωσης:
« Η ψυχολογική βία είναι ένα είδος βίας που έχει εξίσου σοβαρές επιπτώσεις με την σωματική και σεξουαλική κακοποίηση».
Τι είναι ψυχολογική βία όμως; Μια πρωτόγνωρη έννοια για την ελληνική οικογένεια, τον πρωταγωνιστή του φαινομένου αυτού.
ΟΡΙΣΜΟΙ
Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία για την Κακοποίηση του Παιδιού, ορίζει την ψυχολογική κακομεταχείριση ως "ένα επαναλαμβανόμενο τρόπο συμπεριφοράς του φροντιστή του παιδιού, ή ένα σοβαρό γεγονός που μεταδίδει στο παιδί ότι είναι άχρηστο, ελαττωματικό, μη αγαπητό, ότι βρίσκεται σε κίνδυνο ή ότι η μοναδική του αξία βρίσκεται στο να ικανοποιεί τις ανάγκες των άλλων". Η ψυχολογική κακομεταχείριση επίσης, περιλαμβάνει την περιφρόνηση, τρομοκράτηση, εκμετάλλευση και την απόρριψη του παιδιού. (Kairys et al., 2002)
"Ψυχολογική επιθετικότητα είναι η επικοινωνία με σκοπό να προκαλέσει στο παιδί ψυχολογικό πόνο. Μπορεί να είναι ενεργητική ή παθητική, λεκτική ή μη λεκτική".(2)
" Η ψυχολογική κακοποίηση ενός παιδιού µπορεί να περιλαµβάνει πράξεις και συµπεριφορές
οι οποίες εµπεριέχουν απόρριψη, εκφοβισµό, αποµόνωση, εκµετάλλευση, υποτίµηση,
συναισθηµατική απροσφορότητα όπως και κοινωνικά αποκλίνουσες πράξεις."(1)
Ενώ η ψυχολογική κακοποίηση μπορεί να διαπράττεται ΚΑΙ από ανθρώπους έξω από το σύστημα της οικογένειας, όπως δασκάλους ή τους συμμαθητές, τα στοιχεία δείχνουν ότι, όταν η κακοποίηση ασκείται από ένα πρωταρχικό φροντιστή στην πρώιμη παιδική ηλικία, ή χρόνια σε όλη την παιδική ηλικία και την εφηβεία, είναι πιο επιβλαβής για το παιδί και τη συνολική του ανάπτυξη (D'Andrea et al., 2012) με αποτέλεσμα να πληγώνεται το παιδί,να διαταράσσεται η συναισθηματική του ασφάλεια και να παρεμποδίζεται η φυσιολογική ανάπτυξη λειτουργιών όπως η συναισθηματική αυτό-ρύθμιση, αποδοχή, αυτοεκτίμηση, αυτονομία και επάρκεια(3).
Ποιές γονικές συμπεριφορές συνιστούν ψυχολογική κακομεταχείριση και παραμέληση, και αποτελούν ισχυρό παράγοντα δημιουργία χαμηλής αυτοεκτίμησης στο παιδί;
-Το ντρόπιασμα: (θα έπρεπε να ντρέπεσαι/τα καλά κορίτσια δεν κάνουν έτσι/τα αγόρια δεν κλαίνε/δεν ντρέπεσαι που φοβάσαι ολόκληρος άντρας/ που ζηλεύεις /που κάνεις σαν αγοροκόριτσο/συμπεριφέρεσαι σα γυναικούλα κτλ)
- Φωνές:Ταπεινώνουν, εξευτελίζουν, δεν διδάσκουν σεβασμό.
- Το να είναι το παιδί απομονωμένο από την ομάδα, τους συνομηλίκους, και να κατηγορείται για αυτό (είσαι ακοινώνητος, κανείς δε σε θέλει, όλοι σε αποφεύγουν, κτλ)
- Η απαίτηση από τους γονείς από τα παιδιά να είναι «τέλεια»
-Η σύγκριση του παιδιού με άλλα: Ένας ατελείωτος αγώνας δρόμου για αποδοχή, χωρίς γραμμή τερματισμού.
- Ψυχολογικός εκβιασμός; αν δεν κάνεις αυτό, τότε δεν αγαπάω /δεν είσαι καλό παιδί.
-.Οι γονείς να ειρωνεύονται τις γνώμες και τις απόψεις των παιδιών, να υποτιμούν/ειρωνεύονται τις αποφάσεις τους.
-Η περιφρόνηση χωρίς λόγια, το να κοιτάζουμε το παιδί υποτιμητικά με απογοητευμένο ύφος, να μην του απευθύνουμε το λόγο, να μην το υπολογίζουμε.
Η ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Όταν το παιδί υφίσταται ψυχολογική κακομεταχείριση μέσα στην ίδια του την οικογένεια, οι αντιλήψεις που θα διαμορφώσει για τον εαυτό του θα είναι κυρίως αρνητικές και οι προσδοκίες του χαμηλές. Ένα παιδί που νιώθει ότι δεν αξίζει, ότι απογοητεύει τους γονείς του συχνά, που τιμωρείται και επιπλήττεται διαρκώς, βάζει υποψηφιότητα για θυματοποιήση και στοχοποίηση από τους συνομιλήκους του, καθώς θεωρεί ότι αυτά που νιώθει για τον εαυτό του είναι εκείνα για τα οποία επικρίνεται και χλευάζεται από τους συμμαθητές του, και επομένως,σε κάποιο βαθμό, τα αξίζει.
Για να μη φτάσουμε στο θλιβερό σημείο να χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τη στοχοποίηση του παιδιού μας από το εξω-οικογενειακό περιβάλλον, ας βελτιώσουμε τον τρόπο που επικοινωνούμε με το παιδί, λειτουργώντας με σεβασμό στην προσωπικότητα και τις επιλογές του.
-1. (Ο∆ΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΙ∆ΙΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ε. ΑΓΑΘΩΝΟΣ-ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙ∆ΙΟΥ ΑΘΗΝΑ 1998) 2.MURRAY A. STRAUS AND CAROLYN J. FIELD* l University of New Hampshire Psychological Aggression by American Parents: National Data on Prevalence, Chronicity, and Severity
3.(English & the LONGSCAN Investigators, 1997; Wolfe & McIsaac, 2011).
-http://pediatrics.aappublications.org/content/139/1/e20161595
-http://www.apa.org/news/press/releases/2014/10/psychological-abuse.aspx
1.Ένα 18 μηνών παιδί έχει πάει σε ένα εστιατόριο με τον πατέρα και τον θείο της. Ο πατέρας της πηγαίνει στο μπαρ,αφήνοντας το παιδί με το θείο στο τραπέζι. Το παιδί κατεβαίνει από το τραπέζι για να ακολουθήσει τον πατέρα της.
Ο θείος την αρπάζει απότομα και της λέει να μην είναι άτακτη, και να κάτσει στην καρέκλα. Κοιτάει γύρω ανήσυχα για τον πατέρα της.
2.Στο πάρτι γενεθλίων ενός ενήλικα ένα εξάχρονο είναι ξύπνιο πολύ μετά την ώρα του ύπνου. Τρέχει γύρω από την αίθουσα με τα μπαλόνια ηλίου. Ο πατέρας του φωνάζει να φύγει από τα μπαλόνια και του λέει να σταματήσει να είναι γαϊδούρι.
Τι έμαθαν τα παιδία αυτά από τις εμπειρίες αυτές; Πολλοί θα έλεγαν ότι οι αντιδράσεις των ενηλίκων ήταν απαραίτητες για να διδάξουν το παιδί τη διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους: μεταξύ «καλών» και «κακών» συμπεριφορών. Η λεκτική τιμωρία είναι κοινή σχεδόν σε κάθε σπίτι και το σχολείο. Στηρίζεται στην ντροπή με τον ίδιο τρόπο που η σωματική τιμωρία στηρίζεται στον πόνο. Το ντρόπιασμα είναι μια από τις πιο κοινές μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των παιδιών και στο σπίτι και στο σχολείο. Αλλά τι γίνεται αν το να ντροπιάσουμε τα παιδιά μας, είναι ισοδύναμο με το να βλάψουμε τα παιδιά μας;
Τα παιδιά συχνά επιπλήττονται επειδή απλώς κλαίνε. Πολλές φορές οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ένα μωρό που κλαίει δεν συμπεριφέρεται σωστά. Οι ισχυρές εκφράσεις των συναισθημάτων – όπως ο θυμός και θλίψη είναι ο φυσικός τρόπος ρύθμισης του νευρικού τους συστήματος, ενώ ταυτόχρονα επικοινωνούν τις ανάγκες τους και εκφράζονται συναισθηματικά.
Τα παιδιά κλαίνε όταν πονάνε ή είναι στεναχωρημένα, και έχουν το δικαίωμα να το εκφράζουν. Ακόμα κι αν είναι συχνά δύσκολο να υποφέρει κανείς τη γκρίνια και το κλάμα, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια υγιή, φυσιολογική αντίδραση που αξίζει την προσοχή μας. Είναι τραγικό αν δούμε πόσο συχνά τα παιδιά ντροπιάζονται μόνο και μόνο επειδή κλαίνε .
Τι είναι το ντρόπιασμα;
Πρόκειται για ένα σχόλιο - άμεσο ή έμμεσο - σχετικά με το τι είναι το παιδί. Το ντρόπιασμα είναι σχεδιασμένο ώστε να περιορίζει την συμπεριφορά μέσα από αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα για τον εαυτό τους. Το ντρόπιασμα λειτουργεί δίνοντας στα παιδιά μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους - όχι για τις επιπτώσεις της συμπεριφορά τους.
Παραδείγματα: Η ετικέτα: «άτακτο παιδί! », «κάνεις σαν κακομαθημένο! » « είσαι ένα παλιόπαιδο, εγωιστής και κλαψιάρης » Ηθικολογία: «Τα καλά αγόρια δεν ενεργούν με αυτόν τον τρόπο- Είσαι κακό κορίτσι» Η βασισμένη στην ηλικία προσδοκία: «Ωρίμασε! Σταματήσει να κάνεις σαν μωρό! » Η προσδοκία που βασίζεται στο φύλο: «να συμπεριφέρεσαι σαν άντρας» « τα αγόρια δεν κλαίνε» «κάνεις σα γυναικούλα» «μην συμπεριφέρεσαι σαν αγοροκόριτσο» . Η προσδοκία βασισμένη στις ικανότητες: « Είσαι απελπισία-καταστροφή» Η σύγκριση: «Γιατί δεν μπορείς να είσαι περισσότερο όπως η ξαδέρφη σου;» «Κανένα από τα άλλα παιδιά δεν κάνει σαν και σένα».
Πώς αποκτάται η ντροπή
Κανείς δεν γεννιέται νιώθοντας ντροπή. Είναι μια μαθημένη, αμήχανη συγκίνηση, η οποία ξεκινά στα περίπου δύο έτη της ηλικίας με την έλευση της γλώσσας και του σχηματισμού της αυτό-εικόνας. Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με την ικανότητα για ντροπή, η ετοιμότητα/τάση να νιώθει κανείς ντροπή σε συγκεκριμένες καταστάσεις μαθαίνεται.
Αυτό σημαίνει ότι όπου υπάρχει ντροπή, υπήρξε κάποιος που μας ντρόπιασε. Μαθαίνουμε να ντρεπόμαστε για τους εαυτούς μας επειδή κάποιος σημαντικός στη ζωή μας μάς εισήγαγε στην ντροπή. Τα μηνύματα της ντροπής είναι πιο ισχυρά όταν προέρχονται από εκείνους που βρίσκονται πιο κοντά μας, από τους ανθρώπους που αγαπάμε, θαυμάζουμε ή σεβόμαστε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η χρήση του γονικού ντροπιάσματος μπορεί να έχει βαθύτερες επιπτώσεις στα παιδιά. Ωστόσο, το ντρόπιασμα από τους δασκάλους, τα μεγαλύτερα αδέλφια και τους συνομηλίκους, μπορεί επίσης να βλάψει την αυτό-εικόνα του παιδιού.
Δεδομένου ότι τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα και ευαίσθητα από τους ενήλικες, τα ντροπιαστικά μηνύματα που λαμβάνονται στην παιδική ηλικία είναι πολύ πιο δύσκολο να αγνοηθούν ή να ξεχαστούν. Τα μηνύματα της ντροπής είναι κυρίως λεκτικά, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλη δύναμη ντροπιάσματος από ένα βλέμμα περιφρόνησης, αποστροφής ή υποτίμησης. Η επαναλαμβανόμενη λεκτική τιμωρία αφήνει τα παιδιά με μια διαρκή αίσθηση του εαυτού τους ως εγγενώς «κακά».
Ως γονείς έχουμε την τάση να καταφεύγουμε σε το ντρόπιασμα όταν αισθανόμαστε κατακυριευμένοι από άγχος, εκνευρισμό ή απογοήτευση, και νιώθουμε την ανάγκη να ελέγξουμε τα παιδιά μας. Το ντρόπιασμα λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και ανακούφισης της γονικής έντασης και δυσφορίας. Το ντρόπιασμα είναι η εκτόνωση του θυμού για τον γονέα και τον κάνει να αισθανθεί καλύτερα- αν και μόνο στιγμιαία.
Οι βλαβερές συνέπειες του ντροπιάσματος
Για να κατανοήσουμε τη ζημιά που προκαλεί η ντροπή, πρέπει να κοιτάξουμε βαθύτερα από τον επιφανειακό στόχο της «καλής» συμπεριφοράς. Αν σκεφτούμε ότι η λεκτική τιμωρία έχει «δουλέψει», επειδή το παιδί άλλαξε αυτό που έκανε, τότε έχουμε περιορίσει επικίνδυνα την οπτική μας για το παιδί σε μια παρατηρήσιμη συμπεριφορά. Είναι πολύ εύκολο να παραβλέψουμε τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών, τα συναισθήματα που αποτελούν τη βάση της συμπεριφοράς τους, και τον πόνο που προκαλείται από τι ντρόπιασμα. Είναι επίσης εύκολο να μην δούμε τι κάνει το παιδί εκτός της επίβλεψης του γονέα...
Το ντρόπιασμα συνθλίβει τη φυσική πληθωρικότητα του παιδιού, την περιέργειά τους, και την επιθυμία τους να αυτενεργούν. Τα λόγια εντός σπιτιού που εθεωρούντο «αβλαβή», έχουν την δύναμη να υπονομεύσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού για τα επόμενα χρόνια.
Η πηγή της χαμηλής αυτό-εκτίμησης:Με το ντρόπιασμα οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών αγνοούνται, οι εμπειρίες τους θεωρούνται ασήμαντες και δευτερεύουσες, και μεγαλώνουν νιώθοντας ασήμαντα. Εάν τους λένε ότι είναι «κακά και άτακτα», ενστερνίζονται αυτό μήνυμα και το κουβαλάνε ως δόγμα στην ενήλικη ζωή.
Ντρόπιασμα και ψυχική ασθένεια
Αυτή η σύνδεση έχει υποτιμηθεί μέχρι σήμερα. Οι ερευνητές βρίσκουν όλο και περισσότερο συνδέσεις μεταξύ του ντροπιάσματος στην παιδική ηλικία και σε διαταραχές όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές προσωπικότητας παιδική ηλικία,και Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή. Στο βιβλίο του «Η Ψυχολογία της ντροπής», ο Γ. Κάουφμαν πηγαίνει περαιτέρω να διεκδικήσει μια σύνδεση μεταξύ του ντροπιάσματος και σε εθιστικές διαταραχές, διατροφικές διαταραχές, φοβίες και η σεξουαλική δυσλειτουργία.
Όπως το κλάμα για τη θλίψη, και η φωνή για το θυμό, τα περισσότερα συναισθήματα έχουν μια φυσική έκφραση η οποία τους επιτρέπει να εκφραστούν και να εκτονωθούν. Η ντροπή όχι. Αυτός είναι ο λόγος που οι επιπτώσεις της έχουν μακροχρόνια διάρκεια. Ο Τόμας Scheff, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, δήλωσε ότι η ντροπή αναστέλλει την έκφραση όλων των συναισθημάτων - με εξαίρεση την περιστασιακή του θυμού. Οι άνθρωποι που αισθάνονται ντροπιασμένοι τείνουν προς δύο πόλους της έκφρασης: συναισθηματική αταραξία και παράλυση, ή εξάρσεις της εχθρότητας και της οργής. Μερικοί ταλαντεύονται διαρκώς από το ένα άκρο στο άλλο. Όταν η το ντρόπιασμα υπήρξε σοβαρό, συχνό ή ακραίο, συμβάλει στην ανάπτυξη της ψυχικής ασθένειας.
Γιατί το ντρόπιασμα ΔΕΝ λειτουργεί
Το ντρόπιασμα δεν διδάσκει για τη σχέση ή την ενσυναίσθηση. Ενώ το ντρόπιασμα έχει τη δύναμη να ελέγχει τη συμπεριφορά, δεν έχει την δύναμη να διδάξει ενσυναίσθηση. Όταν ονομάζουμε επανειλημμένα τα παιδιά «άτακτα» ή παρόμοια, τα εθίζουμε να λειτουργήσουν ενδοσκοπικά, και έτσι απορροφώνται στον εαυτό τους και εστιάζουν στην αποτυχία τους να ευχαριστήσουν. Μαθαίνουν να βάζουν ετικέτα στον εαυτό τους, αλλά δεν μαθαίνουν τρόπους να σχετίζονται, να εξετάζουν, να λαμβάνουν υπ όψιν του τα συναισθήματα των άλλων.
Για να αναπτύξουν ενσυναίσθηση, τα παιδιά πρέπει να καταλάβουν πώς αισθάνονται οι άλλοι. Ονομάζοντας τα παιδιά «άτακτα», για παράδειγμα, δεν έχουμε πει στο παιδί τίποτα για το πώς αισθανόμαστε για τη συμπεριφορά. Τα παιδιά με το ντρόπιασμα δεν μπορούν να μάθουν να νοιάζονται για τα συναισθήματα των άλλων, ούτε για το πώς η συμπεριφορά τους επηρεάζει τους άλλους, την ώρα που είναι απορροφημένα στο να σκέφτονται: «Υπάρχει κάτι λάθος με μένα». Το αντίθετο θα έλεγα, ότι ίσως έτσι αναπτύσσουν και μια ορμή/τάση για εκδικητικότητα.
Οι ψυχοθεραπευτές και οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι τα άτομα που είναι πιο επιρρεπή στην ντροπή, είναι λιγότερο ικανά για ενσυναίσθηση προς τους άλλους, και περισσότερο αυτό-απασχολημένα. Το επαναλαμβανόμενο ντρόπιασμα οδηγεί σε ένα ρηχό κομφορμισμό, βασισμένο στην αποφυγή της αποδοκιμασίας και στην αναζήτηση ανταμοιβών. Το παιδί μαθαίνει να γίνεται υποχωρητικό και να συμμορφώνεται για να αποφύγει την τιμωρία. Ας μην ξεγελιόμαστε: Η παρωδία των «καλών τρόπων» που εκβιάζεται από το ντρόπιασμα, δεν είναι θεμελιωμένη σε πραγματικό διαπροσωπικό σεβασμό.
ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ
-Δεν είναι ένα έτοιμο σετάκι κανόνων, το οποίο εν είδει πασπαρτού, το εφαρμόζουμε παντού και πάντα.
-Δεν είναι μια λίστα με things to do, που πρέπει να το μάθω απέξω.
-Δεν είναι μια μανιέρα συμπεριφοράς, που αφορά μόνο τη συμπεριφορά μου απέναντι στο παιδί.
-Δεν είναι μια απλή, εύκολη, μονοδιάστατη και εξατομικευμένη διαδικασία ανάμεσα σε μένα και τα παιδί μου.
Η οριοθέτηση είναι :
Ένας τρόπος ζωής, που μεταδίδουμε στα παιδιά μας με την κάθε μας ανάσα, με το κάθε μας βήμα.
Ένα σύστημα αξιών, το οποίο χρειάζεται να το ενστερνιζόμαστε πρώτα απ όλα οι ίδιοι.
Μια ευκαιρία για αυτογνωσία.
Μια άσκηση υπομονής.
Μια διαφορετική ματιά πάνω στον κόσμο, τον εαυτό, και τη φιλοσοφία ζωής μας.
Φόρος τιμής στον πολιτισμό και τα ιδεώδη της ελευθερίας, της αυτό-διάθεσης, του σεβασμού, της δημοκρατικής συνείδησης.
Προϋποθέτει:
-γνώση των δικαιωμάτων του παιδιού και του ανθρώπου, και σεβασμό στα δικαιώματα αυτά.
-αναγνώριση της αξίας των συναισθημάτων του θυμού, της ζήλιας, της θλίψης κτλ, ως απαραίτητα συστατικά στην πορεία της διαπαιδαγώγησης.
-την ομολογία και αποδοχή των δικών μας σφαλμάτων, με στόχο την αποδοχή των σφαλμάτων του παιδιού ως κάτι φυσιολογικό.
-Την αναγνώριση της οικογένειας ως συστήματος, όπου όταν νοσεί ένα μέλος, είναι ένδειξη για τη νοσηρότητα ή τη δυσλειτουργία ολόκληρου του οικογενειακού συστήματος.
Όταν καθορίζω τα όρια, τις αποδεκτές και μη αποδεκτές συμπεριφορές, το κάνω μαζί με το παιδί μου, τα συν-καθορίζω με ένα τρόπο, δείχνοντας έμπρακτα σεβασμό και εκτίμηση στην προσωπικότητα του παιδιού. Ο σεβασμός δεν διδάσκεται με λεκτικές νουθεσίες, αλλά με την σεβαστική συμπεριφορά του γονέα προς το παιδί και την προσωπικότητα του, αλλά και προς τους συνανθρώπους γενικά. Δεν μπορώ να λέω στο παιδί μου ,για παράδειγμα, να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου, και ταυτόχρονα να με βλέπει μέσα στο αυτοκίνητο διαρκώς να διαπληκτίζομαι με άλλους οδηγούς και να βρίζω θεούς και δαίμονες,ή να είμαι αγενής και απότομος σε άλλους, συναδέλφους, συγγενείς και συνανθρώπους μου. Η σχάση ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εκπαιδευτική.
Η οριοθέτηση είναι αποτελεσματική όταν χρησιμοποιεί παραδείγματα, λογική, εμπεριέχει ενσυναίσθηση και ταυτόχρονα μεταδίδει στο παιδί αίσθηση σταθερότητας και αποφασιστικότητας του γονέα. Όταν το παιδί βλέπει το γονέα ως ασφαλή βάση αλλά και συνοδοιπόρο. Μέσα στα όρια, που συγκαθορίζονται, υπάρχει ασφάλεια, εκτός ορίων χάος, ανασφάλεια και άγχος για το μη προβλέψιμο και το άγνωστο.
«Χρειάζεται να κοιμάσαι την τάδε ώρα, γιατί θυμάσαι εκείνη τη φορά που ξενυχτήσαμε στο γάμο της θείας σου, και δεν μπορούσες να σηκωθείς το πρωί για το σχολείο και ούτε να παρακολουθήσεις το μάθημα; Σε καταλαβαίνω ότι θες να δεις το παιδικό, αλλά πρέπει να πας για ύπνο. »
Με τον ίδιο τρόπο, μαζί με το παιδί, συζητάω και για τα συναισθήματα του, όταν το παιδί είναι εκτός εαυτού με το αδερφάκι του /με το δάσκαλο/με το συμμαθητή του.
Όταν φοβάται το σκοτάδι /τα ζώα /τον οδοντίατρο, όταν έχει άγχος για το μάθημα /το ποίημα /τη θεατρική παράσταση /ότι θα το κοροϊδέψουν στο σχολείο κτλ. Του εξηγώ τι νιώθει, γιατί το νιώθει και υπογραμμίζω ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό να το νιώθει αυτό. Όταν ντροπιάζουμε το παιδί για τα συναισθήματα του, (δεν κάνει να φοβάσαι, να κλαις, να ζηλεύεις κτλ), το μήνυμα που μεταφέρεται είναι: ΔΕΝ είσαι αποδεκτός.
Όλα τα συναισθήματα είναι φυσιολογικά και αποδεκτά, και όλοι μας διαθέτουμε ένα ευρύ και πλούσιο ρεπερτόριο συναισθημάτων. Αυτό που δεν είναι πάντα αποδεκτό, είναι ο τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων αυτών, εάν για παράδειγμα χτυπήσει ή σπάσει κάτι επειδή είναι θυμωμένο. Άλλα και αυτό χρειάζεται να το αντιληφθείτε ως κάτι φυσιολογικό, μια διαδικασία διερεύνησης των ορίων του, του περιβάλλοντος, των δυνατοτήτων του, μια διαδικασία κοινωνικοποίησης και εκμάθησης κοινωνικών δεξιοτήτων, τις οποίοι είμαστε αρμόδιοι να εξηγήσουμε και να τις μεταφέρουμε ως αγγελιοφόροι στο παιδί μας, και όχι να καραδοκούμε ως παρατηρητές για να το επικρίνουμε σε κάθε λάθος.
Η οριοθέτηση είναι σαν το ποδόσφαιρο: Ένα παιχνίδι στο οποίο ισχύουν για όλους τους παίκτες οι ίδιοι κανόνες, και η έκβαση του παιχνιδιού εξαρτάται από την ομαδική συνεργασία και επικοινωνία.
Η υιοθέτηση πονηρών τακτικών μπορεί να ξεγελάσει το διαιτητή, ή να διαλάθει της προσοχής του και να λειτουργήσει προσωρινά και στιγμιαία, αλλά όποιος δεν σέβεται το συμπαίκτη του, αργά ή γρήγορα γίνεται αντιληπτός και βγαίνει εκτός παιχνιδιού.
Από καιρό σε καιρό είμαστε υποχρεωμένοι να παρέμβουμε στη δραστηριότητα του παιδιού μας, όταν φοβόμαστε ότι είτε κάποιο πρόσωπο ή ένα αγαπημένο μας αντικειμένου μπορεί να πληγωθεί. Το ντρόπιασμα μπορεί να αποφευχθεί εάν, αντί απλώς να μαλώσουμε ή να σταματήσουμε το παιδί, του παρέχουμε μια ασφαλέστερη εναλλακτική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, η περιστασιακή επιθετικότητα είναι μέρος της κανονικής, ισορροπημένη υγιούς ανάπτυξης. Τα παιδιά συχνά ντροπιάζονται και τιμωρούνται γι 'αυτό, όταν αντί αυτού θα μπορούσαμε να τους δείξουμε τρόπους για να διοχετεύσουν τη φυσική τους επιθετικότητα με ασφάλεια.
Μερικές φορές είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε εκ νέου το εάν θα πρέπει να παρέμβουμε. Ένα ασφαλές κριτήριο προέρχεται από να εξετάσουμε αν η εν λόγω συμπεριφορά πραγματικά προκαλεί κακό σε κάποιον, ή απλά δοκιμάζονται τα δικά μας όρια: μας ενοχλεί η φασαρία και δεν αντέχουμε την ένταση.
Το πρότυπο
Το να είμαστε πρότυπα της συμπεριφοράς που θέλουμε να διδάξουμε στο παιδί, είναι το πιο ισχυρό εργαλείο διδασκαλίας. Τα παιδιά δεν κάνουν αυτό που λέτε, κάνουν ότι κάνετε. Το είδος του σεβασμού που δείχνουν στους άλλους και στον εαυτό τους, είναι μια αντανάκλαση του είδους του σεβασμού που έχουμε δείξει εμείς σε αυτά - και ο σεβασμός που έχουν δει μεταξύ των σημαντικών ανθρώπων στη ζωή τους
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να είναι πεπεισμένοι ότι το χαστούκι ή το ντρόπιασμα είναι τα μόνα αντίδοτα για την πρόληψη αντικοινωνικής συμπεριφοράς στα παιδιά. Η πρόταση να σταματήσει το ντρόπιασμα ή η σωματική τιμωρία παρερμηνεύεται από ορισμένους ως απόπειρες αποδυνάμωσης των γονέων, να τους μετατρέψουμε σε γεμάτους ενοχές, αναποτελεσματικούς και ανεκτικούς παρατηρητές. Όχι. Η πιο αποτελεσματική και υγιής οριοθέτηση μπορεί να ρυθμιστεί χωρίς να καταφεύγουμε στη βία ή το ντρόπιασμα. Το να είμαστε αποφασιστικοί και σταθεροί με τα παιδιά δεν ισούται με το να είμαστε σκληροί ή ταπεινωτικοί.
Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για το ντρόπιασμα - που είναι πιο υγιείς και πιο αποτελεσματικοί. Τα παιδιά που έχουν γονείς συνεπείς στην τήρηση των ορίων, και οι οποίοι είναι σε θέση να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και τις ανάγκες τους, μεγαλώνουν με ισχυρότερη αυτοεκτίμηση και κοινωνική ευαισθητοποίηση, χωρίς τις τοξικές επιδράσεις της ντροπής.